ελεγκτικός

ελεγκτικός
-ή, -ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει
2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική
το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου
νεοελλ.
φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» — το Ανώτατο όργανο ελέγχου τών λογαριασμών τών δημοσίων υπολόγων και τής εκτέλεσης τού προϋπολογισμού τού κράτους
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐλεγκτικά
μέσα εξιχνιάσεως
αρχ.
επικριτής, επιτιμητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐλεγκτικός — fond of cross questioning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεγκτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον έλεγχο, ο αρμόδιος να ελέγχει: Ελεγκτικό συνέδριο. 2. που αρέσει να επικρίνει, ο επικριτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεγκτικά — ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc/acc dual ἐλεγκτικά̱ , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτερον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial comp ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc comp sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικῶν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem gen pl ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικόν — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτατα — ἐλεγκτικός fond of cross questioning adverbial superl ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικώτατον — ἐλεγκτικός fond of cross questioning masc acc superl sg ἐλεγκτικός fond of cross questioning neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικαῖς — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτικαί — ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”